τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι → cause happiness to spring forth from the earth
ἱσῆλιξ, -ικος, ὁ, ἡ (Α)ίσος κατά την ηλικία με κάποιον άλλο, συνομήλικος («δαίμονος μεγάλου... ἰσήλικος τοῖς ἀειγενέσι θεοῑς», Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ἧλιξ «συνομήλικος (πρβλ. ομ-ῆλιξ)].