ισοβαθής

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210

Greek Monolingual

-ές (Α ἰσοβαθής, -ές)
αυτός που έχει ίσο βάθος με άλλον
νεοελλ.
φρ. «ἱσοβαθής γραμμή ή καμπύλη» — σε θαλασσογραφικούς χάρτες η καμπύλη γραμμή που ενώνει τα σημεία στα οποία το βάθος είναι το ίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -βαθής (< βάθος), πρβλ. εγγυ-βαθής, πολυ-βαθής].