ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
ἱππόπορνος, ό, ἡ (Α)1. υπερβολικά ασελγής, πάρα πολύ πόρνος2. έφιππος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- (με επιτατική σημ. «υπερβολικά») + πόρνος (πρβλ. και λ. ιππόκρημνος)].