καθεδρικός

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό καθέδρα
αυτός που ανήκει σε επισκοπική έδρα, μητροπολιτικόςκαθεδρικός ναός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cathedrale < λατ. cathedra (πρβλ. καθέδρα) + -ale. Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Κυριακό Καπετανάκη].