ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
καινοφαής, -ές (Α)αυτός που λάμπει με καινούργιο φως.[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -φαής (< φάος «φως), πρβλ. λευκο-φαής, χρυσο-φαής].