οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
καινοφαής, -ές (Α)αυτός που λάμπει με καινούργιο φως.[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -φαής (< φάος «φως), πρβλ. λευκοφαής, χρυσοφαής].