πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
ηαγορά στην οποία πωλούνται κυρίως αλιεύματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -αγορά (< ἀγορά), πρβλ. κρεατ-αγορά, ψαρ-αγορά].