καράτι

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513

Greek Monolingual

το
1. μονάδα μέτρησης του βαθμού καθαρότητας των κραμάτων χρυσού, δηλ. της περιεκτικότητας καθαρού χρυσού, με βάση τον απολύτως καθαρό χρυσό, που είναι 24 καρατιών
2. (για πολύτιμους λίθους) μονάδα βάρους ίση με το ένα πέμπτο του γραμμαρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. carato < λατ. carratus < αρχ. ελλ. κεράτ-ιον «κουκούτσι χαρουπιού»].