καριδίτσα
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
καριδίτσα, ἡ (Μ)
(με ειρωνική διάθεση) γαριδούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρίς, -ίδος + υποκορ. κατάλ. -ίτσα (πρβλ. γλωσσ-ίτσα, πεταλουδ-ίτσα)].