καρκινίδιον
From LSJ
τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)
German (Pape)
[Seite 1327] τό, dim. zum Folgdn, Eust.
Greek Monolingual
καρκινίδιον, τὸ (Μ)
(υποκορ. του καρκίνος) μικρός κάβουρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. μαχαιρ-ίδıoν, σφαιρ-ίδιον)].