καρκινίδιον

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)

Source

German (Pape)

[Seite 1327] τό, dim. zum Folgdn, Eust.

Greek Monolingual

καρκινίδιον, τὸ (Μ)
(υποκορ. του καρκίνος) μικρός κάβουρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. μαχαιρ-ίδıoν, σφαιρ-ίδιον)].