κεραμιδαρειό
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
Greek Monolingual
το
1. κεραμοποιείο
2. τόπος με πολλά κεραμίδια
3. φρ. «τά κάνε κεραμιδαρειό» — κατέστρεψε τελείως τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμίδ-ι + κατάλ. -αρειό (πρβλ. γυφτ-αρειό, τεμπελ-αρειό)].