κενόφωνος

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an

Menander, Monostichoi, 122

Greek (Liddell-Scott)

κενόφωνος: -ον, ὁ κενὰ φωνάζων, ἀνόητα λέγων, Βυζ.

Greek Monolingual

κενόφωνος, -ον (Μ)
αυτός που λέγει ανοησίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. γλυκύ-φωνος, μεγαλό-φωνος].