Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an
κενόφωνος: -ον, ὁ κενὰ φωνάζων, ἀνόητα λέγων, Βυζ.
κενόφωνος, -ον (Μ)
αυτός που λέγει ανοησίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. γλυκύ-φωνος, μεγαλό-φωνος].