πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
το
1. σύνολο οκνηρών και παράσιτων ανθρώπων
2. ο τόπος στον οποίο ζουν οκνηρά άτομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηφήνας + κατάλ. -αρειό (πρβλ. γυφτ-αρειό, τεμπελ-αρειό)].