κηφηναρειό

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68

Greek Monolingual

το
1. σύνολο οκνηρών και παράσιτων ανθρώπων
2. ο τόπος στον οποίο ζουν οκνηρά άτομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηφήνας + κατάλ. -αρειό (πρβλ. γυφταρειό, τεμπελαρειό)].