ου, ὁ, A potter, PLips.97 xxvi 10 (iv A.D.), PLond. 1821.234.
κεραμοπλάστης: ὁ, = κεραμεύς, Πάπυρ. Βερολ. 688, 7.
κεραμοπλάστης, ὁ (Α)κεραμέας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + -πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. γλωσσο-πλάστης, μυθο-πλάστης.