κλειδαριά
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Greek Monolingual
η
μηχανική διάταξη με την οποία επιτυγχάνεται το κλείσιμο και η ασφάλιση θύρας ή καλύμματος δοχείου ή άλλου κινητού εξαρτήματος έτσι ώστε να μην μπορεί να ανοιχθεί παρά μόνο με κλειδί ή με σειρά χειρισμών που μπορούν να εκτελεστούν μόνο από γνώστη του μυστικού ή του κώδικα, το κλείθρο, η κλειδωνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλειδί + κατάλ. -αριά (πρβλ. ζυγ-αριά, συκωτ-αριά)].