κλειδωνιά

From LSJ

οἱ τὴν ἄνισον πολιτείαν πολιτευόμενοι → those living in an oligarchy or a tyranny

Source

Greek Monolingual

η (Μ κλειδωνέα και κλειδωνία) κλειδώνω
η κλειδαριά.