θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
-η, -οκάπως κοντός, λίγο κοντός, κοντούλης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) + υποκορ. κατάλ. -ούτσικος (πρβλ. μικρ-ούτσικος, στεν-ούτσικος)].