πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
-η, -ο (Μ κοντοπόδαρος)αυτός που έχει κοντά πόδια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)- + -πόδαρος (< ποδ-άρι), πρβλ. λαγο-πόδαρος, φτερο-πόδαρος].