κοντοπόδαρος

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ κοντοπόδαρος)
αυτός που έχει κοντά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)- + -πόδαρος (< ποδ-άρι), πρβλ. λαγοπόδαρος, φτεροπόδαρος].