κρυσταλλόσαρκος, -η, -ον (Μ)αυτός που η σάρκα του είναι διάφανη και λαμπερή σαν το κρύσταλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλον + -σαρκος (< σάρξ, -κός), πρβλ. λιπό-σαρκος, παχύ-σαρκος].