κρυσταλλίτης
From LSJ
τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
Greek Monolingual
ο
(κρυσταλλ.-ορυκτ.) η στοιχειωδέστερη μορφή ενός «εμβρυϊκού» ορυκτού κρυστάλλου στην οποία είναι δυνατή η αναγνώριση του ορυκτού ως ιδιαίτερου είδους κάτω από το πετρογραφικό μικροσκόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γερμ. krystallit (< κρύσταλλος) + -it].