λειόπελμος
From LSJ
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit
Greek (Liddell-Scott)
λειόπελμος: -ον, ἔχων λεῖα πέλματα, Θεόδ. Λάσκ. Cod. Par. Supplém. 472, fol. 93 r˚.
Greek Monolingual
λειόπελμος, -ον (Μ)
αυτός που έχει λεία πέλματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -πελμος (< πέλμα), πρβλ. βαθύ-πελμος, μονό-πελμος].