λειόπελμος

From LSJ

Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen

Menander, Monostichoi, 69

Greek (Liddell-Scott)

λειόπελμος: -ον, ἔχων λεῖα πέλματα, Θεόδ. Λάσκ. Cod. Par. Supplém. 472, fol. 93 r˚.

Greek Monolingual

λειόπελμος, -ον (Μ)
αυτός που έχει λεία πέλματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -πελμος (< πέλμα), πρβλ. βαθύπελμος, μονόπελμος].