λιθοκέφαλος
English (LSJ)
ον, A with a stone in its head, χρέμυς Arist.Fr.294.
German (Pape)
[Seite 45] mit steinernem, hartem Kopfe, Fische, Arist. bei Ath. VII, 305 d.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθοκέφᾰλος: -ον, ἔχων λίθον ἐν τῇ κεφαλῇ, χρέμυς Ἀριστ. Ἀποσπ. 278, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 5.
Greek Monolingual
λιθοκέφαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει πέτρα μέσα στο κεφάλι («λιθοκέφαλος χρέμυς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βου-κέφαλος, κυνο-κέφαλος.
Russian (Dvoretsky)
λῐθοκέφᾰλος: с твердой как камень головой (sc. ἰχθύς Arst.).