λοχίας

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source

Greek Monolingual

ο
στρατ. υπαξιωματικός του στρατού ξηράς μεταξύ των βαθμών του επιλοχία και του δεκανέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «στρατιωτικό σώμα» + κατάλ. -ίας (πρβλ. κτηματ-ίας, σμηνίας). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].