υπαξιωματικός

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539

Greek Monolingual

ο, Ν
στρ.
1. βαθμοφόρος του στρατού, κατώτερος του αξιωματικού
2. φρ. «στρατιωτικές σχολές υπαξιωματικών» — σχολές από τις οποίες αποφοιτούν οι μόνιμοι υπαξιωματικοί, τεχνικοί και μάχιμοι, τών ενόπλων δυνάμεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + αξιωματικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].