υπαξιωματικός
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
Greek Monolingual
ο, Ν
στρ.
1. βαθμοφόρος του στρατού, κατώτερος του αξιωματικού
2. φρ. «στρατιωτικές σχολές υπαξιωματικών» — σχολές από τις οποίες αποφοιτούν οι μόνιμοι υπαξιωματικοί, τεχνικοί και μάχιμοι, τών ενόπλων δυνάμεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + αξιωματικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].