μισοπαθής
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
μισοπαθής, -ές (Α)
αυτός που μισεί τα πάθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -παθής(< πάθος), πρβλ. φιλο-παθής].