χρυσίτιδα

From LSJ
Revision as of 06:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47b)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453

Greek Monolingual

η / χρυσῑτις, -ίτιδος, ΝΑ
ως ουσ.
1. γη που περιέχει μεταλλεύματα χρυσού, χρυσοφόρο κοίτασμα
2. λυδία λίθος
αρχ.
1. ως επίθ. α) αυτή που περιέχει χρυσό («χρυσῑτιν ἄμμον», Στράβ.)
β) όμοια με χρυσό
2. ως ουσ. α) το φυτό χρυσοκόμη
β) το φυτό αείζωο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + επίθημα -ῖτις (πρβλ. λυχν-ῖτις)].