κοίτασμα

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

το (Μ κοίτασμα)
νεοελλ.
1. η συσσώρευση ενός ή περισσότερων μεταλλευμάτων ή άλλων χρήσιμων ορυκτών στην επιφάνεια της γης ή κάτω από αυτήν
2. κάθε μάζα από συγκεντρώσεις ή παραγενέσεις ορυκτών εμπλουτισμένη σε ορισμένα χρήσιμα ορυκτά, ώστε να είναι δυνατή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η εκμετάλλευσή της
μσν.
το μέρος όπου πλαγιάζει κάποιος, η κοίτη, η κλίνηκοίτασμα σκληρόστρωτον», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. κοιτάζω. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. gisement. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμίλιο Νοννότη].