χρυσοπράσιο

Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
(ορυκτ.) ποικιλία του χαλκηδονίου, η οποία χρησιμοποιείται ως ημιπολύτιμος λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chrysoprase < λατ. chrysoprasus (< χρυσόπρασος)].