ημιπολύτιμος
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που είναι κατά το ήμισυ πολύτιμος
2. φρ. «ημιπολύτιμος λίθος» — πολύτιμη ποικιλία ορυκτών, η αξία των οποίων είναι μικρότερη από την αντίστοιχη τών πολύτιμων λίθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με την πρώτη σημ. < ημι- + πολύτιμος
με τη δεύτερη σημ. η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. semiprecious stone < semi- (πρβλ. ημι-) + precious «πολύτιμος». Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Κ. Μητσόπουλο].