ψυχοβγάλτης

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544

Greek Monolingual

ο, θηλ. ψυχοβγάλτρα, Ν
1. (το αρσ.) ο αρχάγγελος Μιχαήλ, ο οποίος ονομάστηκε έτσι, γιατί, σύμφωνα με τις δοξασίες, παρίσταται κατά τη στιγμή της εκπνοής του ετοιμοθανάτου
2. μτφ. αυτός που ταλαιπωρεί, που βασανίζει επίμονα κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -βγάλτης (< βγάζω), πρβλ. αντερο-βγάλτης].