ψηφοτερπής
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
-ές, Μ
αυτός που του αρέσουν τα ψηφιδωτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + -τερπής (< τέρπω), πρβλ. χορο-τερπής].