ετερόχρωμος
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἑτερόχρωμος, -ον)
1. αυτός που έχει διαφορετικό χρώμα, ετερόχρους
2. ποικιλόχρωμος, παρδαλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ά-χρωμος, πολύ-χρωμος].