ευδιάλλακτος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐδιάλλακτος, -ον)
αυτός που διαλλάσσεται εύκολα, που συμφιλιώνεται και συγχωρεί («εὐμενῆ καὶ εὐδιάλλακτον τὸν ἀγαθὸν καὶ φιλάνθρωπον Θεὸν ἡμῶν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διάλλακτος (< διαλλάσσομαι) πρβλ. α-διάλλακτος, δυσ-διάλλακτος].