ἡμίγαμος, -ον (Α)(για γυναίκες) η κατά το ήμισυ ύπανδρη, αυτή που ο γάμος της δεν έγινε κατά τους νόμους, μισοπαντρεμένη, παλλακίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -γαμος (< γάμος), πρβλ. ά-γαμος, έγ-γαμος].