θαλασσοπλάνητος

Revision as of 09:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

v. θαλασσόπλαγκτος.

Greek Monolingual

θαλασσοπλάνητος, -ον (Α)
ο θαλασσόπλαγκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -πλάνητος (< πλανώμαι), πρβλ. οινο-πλάνητος, περι-πλάνητος].