διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
ἡμιπύρωτος, -ον (Α)ο κατά το ήμισυ πυρωμένος, ο εν μέρει καμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πυρωτος (< πυρώ), πρβλ. ανεκ-πύρωτος, α-πύρωτος].