θυελλοφοροῦμαι, -έομαι (Α)φέρομαι από τη θύελλα, παρασύρομαι από θύελλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θύελλα + -φορούμαι (< -φόρος < φέρω), πρβλ. θεο-φορούμαι, πνευματο-φορούμαι].