θυμοτολμία
Greek Monolingual
θυμοτολμία, ἡ (Μ)
τόλμη της ψυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -τολμία (< -τολμος< τόλμη), πρβλ. α-τολμία, ευ-τολμία].
θυμοτολμία, ἡ (Μ)
τόλμη της ψυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -τολμία (< -τολμος< τόλμη), πρβλ. α-τολμία, ευ-τολμία].