θυμοτολμία

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186

Greek Monolingual

θυμοτολμία, ἡ (Μ)
τόλμη της ψυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -τολμία (< -τολμος< τόλμη), πρβλ. ατολμία, ευτολμία].