διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
ἱμερόγυιος, -ον (Α)αυτός που έχει ωραία μέλη του σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -γυιος (< γυῖον), πρβλ. αγλαό-γυιος, λιπό-γυιος].