ημιέλλην
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
ἡμιέλλην, ὁ (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ Έλληνας, μισοέλληνας («ἡμιέλλην γάρ τις ὤν ἐτύγχανε», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + Έλλην (πρβλ. μισ-έλλην, φιλ-έλλην)].