μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
ἰσοτράπεζος, -ον (Α)αυτός που έχει μέγεθος ίσο με το μέγεθος τραπεζιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. καλλι-τράπεζος, φιλο-τράπεζος].