Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
ἰκμαλέος, -α, -ον (Α)1. υγρός, νοτερός2. (για το ήπαρ) αυτός που είναι γεμάτος υγρό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰκμάς + επίθημα -αλέος (πρβλ. βραγχ-αλέος, διψ-αλέος)].