ιονίδιο

From LSJ
Revision as of 10:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

το
βοτ. γένος φυτών της οικογένειας ιοειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + υποκορ. κατάλ. -ίδιο (πρβλ. σφαιρ-ίδιο, χοιρ-ίδιο)].