οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island
καινοφαής, -ές (Α)αυτός που λάμπει με καινούργιο φως.[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -φαής (< φάος «φως), πρβλ. λευκο-φαής, χρυσο-φαής].