Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
-ια, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καράβι («καραβήσια πανιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καράβι + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. αγελαδ-ήσιος, βουν-ήσιος)].