καμηληλασία

Revision as of 13:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

German (Pape)

[Seite 1316] ἡ, das Reiten auf Kameelen.

Greek Monolingual

η (Α καμηληλασία)
η οδήγηση καμήλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + -ηλασία (< -ηλάτης < ἐλαύνω), πρβλ. ιχν-ηλασία, κωπ-ηλασία].